Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Κυριακή πρωί στην εκκλησία.

Και μόνο από τη δεύτερη λέξη του τίτλου καταλαβαίνεις ότι κάτι πάει στραβά. Το κουλό πρωινό ξύπνημα. Το σιχαίνομαι. Το μισώ. Καλύτερα να με σκοτώσεις. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια. Βάλε ένα εκατομμύριο και είσαι μέσα. Δεν μου την έσπασε το 8 και τριάντα το πρωί αλλά το ότι μου κόψανε το όνειρο που έβλεπα. Μια σκηνή έβλεπα, μικρή, με δυνατά φώτα από αυτές που μ’ αρέσουν και παιζότανε κάποια από τις κωμωδίες που έχω γράψει. 

Μετά με ξυπνήσανε. Μετά ήπια τα χάπια μου. Ο ήλιος έλαμπε παρέα με αμέτρητες ηλιαχτίδες. Στον ουρανό δεν υπήρχαν σύννεφα. Εδώ κολλάει και το καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται. Βρεθήκαμε όλη η οικογένεια στην εκκλησία για το μνημόσυνο του θείου Διονύση. Νυστάζω, νυστάζεις, νυστάζει. Νυστάζουμε, νυστάζετε, νυστάζουν. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα μυστήρια γίνονται πρωινές ώρες. Και οι εκκλησίες επιχειρήσεις είναι. Ότι ώρα θες το κανονίζεις το χάπενινγκ. Anyway. Μετά ήρθε η ώρα του κηρύγματος και ο παππάς ήτανε του γιατρού. Ψυχιάτρου πιο συγκεκριμένα. Είχε και το στόμα κοντά στο μικρόφωνο και μας ξεκούφανε ο παπάρας. Μου θύμισε ομιλία πολιτικού σε προεκλογικό αγώνα. Υποκριτής ο ένας υποκριτής και ο άλλος. Επαναλάμβανε διαρκώς τη λέξη φιλαργυρία. Δηλαδή να μας πείσει ότι τι; Οι παππάδες είναι καλοί χριστιανοί και τα κάνουν όλα αφιλοκερδώς; Για τα μάτια του κόσμου; Για την ψυχή της μανούλας τους; Θυμάμαι στον γάμο του αδερφού μου τον παππά που είπε τα μισά λόγια επειδή ο κουμπάρος του ακούμπησε μόνο 300 ευρώ. Α πα πα πα. Τραγικό. Επανέρχομαι στην ηλιόλουστη Κυριακή γιατί θα ξεράσω με αυτά που λέω.

 Μετά τον καφέ της παρηγοριάς περπατήσαμε για την ταβέρνα. Η θεία μας είχε τραπέζι. Στου Μιχάλη. Η πιο ιστορική ταβέρνα στη Νίκαια. Ωραία τα ορεκτικά και οι σαλάτες ωραία και τα κυρίως. Λίγο πριν τη χώνεψη η θεία- χήρα έκατσε στο τραπέζι μας και μας είπε τι της συνέβη. Έναν ολόκληρο χρόνο δεν τον είδα τον Νιόνιο στον ύπνο μου. είπε. Χθες βράδυ ήμουνα αρκετά ανήσυχη και ο ύπνος δεν μου ερχότανε καθόλου. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να πω ότι εμένα μου έρχεται όλες τις ώρες της ημέρας αλλά σκέφτηκα να μη τη διακόψω.

 Έσβησα τη τηλεόραση και ξάπλωσα από τη πλευρά που πάντα με βολεύει. Μετά από λίγο αφού τα βλέφαρα είχανε βαρύνει για τα καλά αισθάνθηκα ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιο και ξάπλωσε πλάι μου. Νιόνιο εσύ; Τον ρώτησα. Εγώ είμαι… τι κάνεις; Όλα καλά; Μου έλειψες. Το άρωμά του ήρθε στα ρουθούνια μου. ένα δυνατό άρωμα από αυτά που σου μένουν για πάντα. Τι θέλεις; Συνέχισε η θεία… κάτι δικό σου. Σαν τι; Ένα φανελάκι σου… μα εγώ δεν φοράω ποτέ φανελάκι. Δεν πειράζει. Ο θείος εξαφανίστηκε. Η θεία ξύπνησε και έβαλε τα κλάματα. Πήρε τη φωτογραφία του στα χέρια της. Ήθελε κάτι να του πει αλλά εκείνος είχε φύγει. 

Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την απώλεια. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τη μοναξιά. Μια φίλη παρακολούθησε τη συνέντευξη του Γιάννη Πάριου. Μια μόνο απάντηση της έμεινε: αγόρασα μια μοναξιά πολυτελείας και τότε κατάλαβα από το βλέμμα της το πόσο μόνη αισθάνεται. Καταλαβαίνω μετά από πολλά χρόνια πότε αισθάνομαι κι εγώ μόνος. Κάθε φορά που απομονώνομαι στο γραφείο μου και ανοίγω το λαπ τοπ. κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι για να κλέψω ήλιο και περπατάω μέχρι τη πλατεία για να αγοράσω καφέ και τσιγάρα. Κάθε φορά που θέλω να βάλω τα κλάματα. Επειδή όμως κλαίω πολύ άσχημα προτιμώ να χαμογελάω και να βλέπω τα πράγματα θετικά όσο σκατά και να ναι. Να παίρνω τη μητέρα μου αγκαλιά και να της λέω μη φοβάσαι για τίποτα εγώ είμαι εδώ. Η ζωή είναι μια μεγάλη περιπέτεια. Ο χρόνος τρέχει. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Αλλά η μαγεία ξεκινάει από εδώ και πέρα. Ότι έγινε ανήκει στο παρελθόν. Χαμογέλα λοιπόν και όλα θα αλλάξουν. Δεν το λέω εγώ αλλά η εμπειρία μου…            

1 σχόλιο:

  1. Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

    Σήμερα έγινε ένα μεγάλο βήμα... πήγα για μπάνιο. Μετά την συνάντηση με την Όλγα είχα καλή διάθεση και βιάστηκα να ετοιμαστώ και να φύγω, πριν μου φύγει και μιζεριάσω πάλι... Η θάλασσα ήταν ήρεμη, ο κόσμος ευτυχώς λίγος και ο ήλιος ζεστός. Μερικές βουτιές, λίγη ποίηση, καλά είναι για πρώτη μέρα. Δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι υποτίθεται θα πηγαίναμε μαζί για μπάνιο το καλοκαίρι. Θα σου κουβάλαγα την ομπρέλα, να ξέρεις... και αντιηλιακό θα σου έβαζα, παρόλο που οι πάντες ξέρουν πόσο σιχαίνομαι... Τα πάντα θα έκανα, μόνο να μην είμαι μόνος πάλι. Δεν αντέχεται.

    "Στέρησέ μου το φως
    να νιώσω το σκοτάδι.
    Στέρησέ μου τον άνθρωπο
    να νιώσω την ύπαρξή του.
    Μη μου στερήσεις την αγάπη,
    γιατί για κείνη γεννήθηκα."

    Σε σκεφτόμουν στο γυρισμό... Σε πηγαίνει κανένας για μπάνιο ή κάθεσαι και βράζεις, μέχρι να σε πάνε στο εξοχικό...

    Μόνοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Βιβλιοπρόταση | Η χίμαιρα του Σεμπαστιάνο Βασάλι | Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος

  Σειρά: Σύγχρονη Λογοτεχνία, 85 Τίτλος: Η χίμαιρα Συγγραφέας: Σεμπαστιάνο Βασάλι ISBN: 978-960-208-434-2 Σχήμα: 12 x 18 εκ. Σελ...