Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Τα βιβλία της συγγραφέως ΜΑΙΡΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗ






Απόσπασμα από το βιβλίο «ΛΕΗΛΑΣΙΑ»

Η Ρηγίλλης

H υπουργός κοινωνικών υπηρεσιών της έστειλε πρόσκληση.
Υπέθεσε ότι ήθελε να την δει από κοντά για να μιλήσουν.
«Παναγιώτα πάμε μαζί;»
«Φιλενάδα αν πάω εγώ στη Ρηγίλλης, θα τρίξουν τα κόκαλα του πατέρα μου, αλλά και του Μαρξ!» είπε σαρκάζοντας.
«Τι είναι εκεί εσύ που ξέρεις;»
«Τα γραφεία του κόμματός της.»
«Εμείς δεν θα πάμε για αυτό, θα πάμε να μιλήσουμε, να πούμε τις απόψεις μας, νά τήν γνωρίσουμε. Εἶναι σπουδαία γυναίκα!»
«Πήγαινε μόνη σου.»
«Σε θέλω για παρέα. Δέν έχω ξαναπάει σέ κόμμα. Μόνο στῆς Ελένης.»
«Γιατί δεν ξαναπήγες;»
«Δεν μου αρέσουν οι “συναλλαγές.“»
«Ούτε εκεί θα βρεις κάτι αλλιώτικο.»
«Μία βόλτα θα πάμε, επειδή είναι προσωπική η πρόσκληση. Άμα κάτι μας βρομίσει θα φύγουμε όπως πάντα!»
«Άντε για χατίρι σου. Ελπίζω μην με δει κανένας και γίνω ρεζίλι! Πρέπει να προσέχουμε τις συναναστροφές μας για ένα κούτελο ζούμε!» είπε γελώντας.
Έδειξε την πρόσκληση και πέρασε σε μία τεράστια αίθουσα στο ισόγειο.
Μία τεράστια τάξη. Ήταν γεμάτη, άντρες οι πιο πολλοί, πάνω από σαράντα ετών όλοι. Μερικοί ήταν γνωστοί. Είχε και ηθοποιούς. Στην έδρα η υπουργός μιλούσε. Πρέπει να ήταν οι μόνες άγνωστες εκεί μέσα, ξεχώριζαν σαν τις μύγες μες το γάλα, ακόμα κι από το πρόχειρο ντύσιμο.
Από την δουλειά κατ’ ευθείαν είχαν έρθει, είχαν και τον μικρό μαζί.
Η υπουργός σαν κατάλαβε, χαμογέλασε από το βήμα και τους υπέδειξε να κάτσουν μπροστά με ένα νόημα του χεριού της.
Συνέχισε να μιλά για όσα έκανε και όσα σχεδίαζε να κάνει.
Αν και η θητεία της ήταν πολύ μικρή, εν τούτοις έκανε απολογισμό για αρκετή ώρα, για τις παραλήψεις και τις αντικειμενικές αδυναμίες της κυβέρνησης… Σημασία είχε πως ήθελαν, η καλή διάθεση υπήρχε, αλλά….
Η Παναγιώτα, εμφανώς εκνευρισμένη με όσα άκουγε, σηκώθηκε, με μεγάλη άνεση.
«Πάω με τον Άγγελο στο πολεμικό μουσείο να πάρουμε καθαρό αέρα! Εκεί θα σε περιμένουμε.»
Με βήμα αγέρωχο και απελπιστικά αργό, διέσχισε την αίθουσα από τον κεντρικό διάδρομο συνοδεία ψιθύρων καθωσπρεπισμού, που για την περηφάνια και την νοημοσύνη της ήταν άγνωστα σαν έννοια!
Στα αυτιά της έφταναν σαν χειροκροτήματα ζήλιας, για αυτό που εκείνη είχε το κουράγιο να κάνει ενώ κανείς απ’ όλους αυτούς δεν θα το τολμούσαν ποτέ!
Με μία κίνηση, με κάθε της βήμα, μέχρι την έξοδο, τα είχε πει όλα!
«Εμένα δεν μπορείτε να με δουλέψετε. Δεν θα με πείσετε με θεωρίες. Θέλω έργα και δεν τα είδα ποτέ. Σιγά μην πιστέψω πως όλοι εσείς εδώ μέσα, οι βολεμένοι, νοιάζεστε για το καλό και για το μέλλον του λαουτζίκου! Είστε τα ‘’καλά παιδιά’’ της εξουσίας! Όλοι λίγο πολύ αρπάζετε από ένα κόκαλο, είναι το τίμημα της υποταγής σας άνευ όρων! Συνειδητά ασυνείδητοι!»
Η Λήδα γυρισμένη την καμάρωνε μέχρι που βγήκε έξω.
Χρειάζεται λεβεντιά και θάρρος να φτύσει την εξουσία κατάμουτρα ένα πιόνι, αδιαφορώντας για τις συνέπειες!
Ήταν πολύ συγκινημένη και περήφανη για την φίλη της.
Με το ζόρι κρατήθηκε να μην χειροκροτήσει, να μη φωνάξει μπράβο!
Δεν συναντάς κάθε μέρα ανθρώπους που να αγωνίζονται για το σύνολο αδιαφορώντας για προσωπικά οφέλη και μάλιστα με ρίσκο!
Επειδή η πρόσκληση ήταν προσωπική, θεώρησε ότι θα υπήρχε λόγος που την κάλεσε και άκουγε με προσοχή να τον εντοπίσει.
Πράγματι μίλησε για τα επιδόματα της πρόνοιας, που τελικά η χούντα τα έδωσε κι αυτά! Είπε ότι έχουν” σκοπό να το αυξήσουν… μπλα, μπλα, μπλα…

«Γύρισε και με κοίταξε, λες και με αφορούσε προσωπικά! Λες και δεν ήταν κοινωνικό πρόβλημα που αφορούσε χιλιάδες άπορα παιδιά. ΘΑ;
Με κοιτούσε και το βλέμμα της μου ζητούσε επιείκεια.
Μου ζητούσε να καταλάβω, ότι ακόμα κι αν είσαι υπουργός, δεν μπορείς να κάνεις, ότι λέει η καρδιά σου.
«Είμαι όμηρος. Είμαι και εγώ ένα γρανάζι στο σύστημα της εξουσίας. Μόνο που εγώ δεν έχω την πολυτέλεια της επιλογής. Είμαι εκτελεστικό όργανο.»
Αυτό διάβασα στα μάτια της, και από όσα έλεγε.
Την κοίταγα δεν είχα όμως επιείκεια. Γιατί να έχω; Γιατί άραγε είσαι εκεί, αφού δεν μπορείς να κάνεις τίποτα; Την ρώτησα με τα μάτια. Είσαι επιτυχημένη.
Αν είσαι έντιμη δεν θα αντέξεις, θα φύγεις όρθια και περήφανη, σαν την Παναγιώτα! Αυτό ήθελε να σου πει, σας έφτυσε!
Και σεις… οι σπουδαίοι νομίσατε πως ψιχαλίζει!
Την κοίταξα λυπημένη και βγήκα με τον ίδιο τρόπο που βγήκε η Παναγιώτα. Γύρισα και την κοίταξα για τελευταία φορά πριν περάσω την πόρτα. Ήθελα να δω αν κατάλαβε…. Με κοίταζε και κείνη...»
Τους βρήκε να παίζουν στο μουσείο.
«Ούτε συ ρε φιλενάδα δεν άντεξες την υποκρισία! Για αυτό ρε σε αγαπάω! Μα το θεό ούτε για μία στιγμή δεν πίστεψα ότι θα άντεχες!»
«Τι πουλάνε και σε ποιούς όλοι αυτοί;»
«Φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες!»
«Υπάρχουν άνθρωποι που τα τρώνε;»
«Και ψηφίζουνε! Εσύ ψηφίζεις;»
«Δεν είχα κανένα λόγο μέχρι τώρα. Γλίτωσα όλα τα δημοψηφίσματα και τις γελοιότητες. Εκείνο που με έχει θυμώσει είναι το «Διαίρει και βασίλευε.»
Τον ρώτησαν λίγο πριν γυρίσει σαν σωτήρας εκ Παρισίων.
Γνωστός κομουνιστοφάγος!
«Τι θα κάνετε με τους κομμουνιστές; Πῶς θα τους ‘’αντιμετωπίσετε’’ αφού πρέπει να τους βγάλετε από τις φυλακές;»
Τότε το είπε, σαν να ανακάλυψε την βαρύτητα γελώντας!
«Διαίρει και βασίλευε!»
Έτσι εφτίαξε τον νόμο, να μπορεί οποιοσδήποτε να κάνει κόμμα!»
«Είναι ο καινούργιος ‘’καθώς πρέπει’’ έξυπνος κατά τα άλλα τρόπος που βρήκε να εξαφανίζει τους κομουνιστές ‘’ο εθνάρχης’’. Έτσι για να διαφέρει λίγο από τ
o παρελθόν του και από την χούντα. Χωρίς ρουφιάνο σπίτι δεν κλείνει. Βρήκε και τους ρουφιάνους! Δεν ήταν δύσκολο!»
«Είναι ένα είδος που ευδοκιμεί πολύ στην Ελλάδα. Μην ξεχνάς πως η μαύρη κουκούλα, πάντα ήταν και θα είναι στη μόδα!»
«Φτηνά, μίζερα, μικρόψυχα, σκατόψυχα ανθρωπάκια παντού.»
«Τούτος ο τόπος ξέχασε να βγάζει ήρωες, ανδρείους και σωστές μάνες.»
«Γιατί μάνες;»
«Μα οι μάνες ευθύνονται για τα σκατόψυχα ανθρωπάκια. Αυτές τα εφτίαξαν τα διαπαιδαγώγησαν έτσι. Τις αξίες στα πρώτα σου χρόνια, στο σπίτι, από την μάνα σου τις παίρνεις. Αν η μάνα είναι καριόλα, καριόλης θα γίνει κι ο γιος και η κόρη…»
«Αυτοί οι καριόλιδες κυβερνούν τον κόσμο. Χρειάζεται θράσος βλέπεις, και χυδαιότητα που μόνο αὐτοί το έχουν.»
«Αλλά καί στο ‘’μαγαζί’’ της Ελένης, Άσχετα αν με βοήθησε με τον Αλέξη. Έχει πέσει και πέφτει πολύ χρήμα. Από που; Από ποιούς; Από τότε που άνοιξε το «μαγαζί» πηγαίνει Ελβετία όπως Πατήσια- Αμπελόκηποι!»
«Άσε ρε τον κόσμο να ζει στη σαπίλα του. Είμαστε Ελεύθερες ρε! Είμαστε Άνθρωποι ρε!»
Φώναζε δυνατά, με τα χέρια τεντωμένα, διαδηλώνοντας την ελευθερία και την καθαρότητα της ψυχής της.
«Δεν θα γλείψουμε ποτέ κανέναν, για όλο το χρυσάφι! Σαμάρι και λουρί στο σβέρκο, κανείς δεν θα μου βάλει!»
Φώναζε η Λήδα, φώναζε ενθουσιασμένος κι ο μικρός!
Γύρισαν στο σπίτι με τα πόδια, τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια δυνατά στο δρόμο. Προκαλούσαν βίαια την νεοσύστατη και πολλά υποσχόμενη δημοκρατία, που όμως είχε ακόμα τους ίδιους πολιτικούς, μπάτσους, νόμους και κανόνες. Λες και γύρευαν αποδείξεις να πείσουν τους αφελείς, πως κάτι άλλαξε τάχα.

1 σχόλιο: