Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Η Ιστορία ενός Αλκοολικού…



Τώρα γράφω «ιστορία» έλεγα στον εαυτό μου για να πάρει τα πάνω του, αλλά έτσι όπως πηγαίνω δεν το βλέπω να γράφω για πολύ (θα με φάει το μαύρο χώμα/καταλαβαίνεις) ούτε το όνομά μου - φυσικά - θα γραφτεί στην ιστορία… Μόνο στην κατάλευκη ταφόπλακα με ολόχρυσα σκαλιστά γράμματα. Το 1981 – 2014 πολύ μακάβριο βρε αδερφάκι μου… Είμαι πολύ νέος και έχω ακόμα πολύ ενέργεια και θέλω να δω τα όνειρά μου να πάρουν σάρκα και οστά…

Ας τα πάρω τα πράγματα από την αρχή. Η αδερφή μου η καλή (δεύτερη στη σειρά), παλιά, μου έδειξε τα πάντα. Όλους τους πειρασμούς και όλους τους κινδύνους. Όλη τη νύχτα. Νύχτα, επαναλαμβάνω, γιατί η μέρα είναι ακίνδυνη. Δεν βγήκε τυχαία το τραγούδι «της νύχτας τα καμώματα, τα ξημερώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά». Με πήγαινε στις μεγάλες πίστες αλλά και στις μικρές. Είτε μικρή είτε μεγάλη πάντα πρώτο τραπέζι με τον Κόκκινο Γιάννη αγκαλιά κι ένα βουνό λουλούδια. Με πήγαινε στα ισόγεια μπαρ (κυριλέ στο Κολωνάκι) αλλά και στα υπόγεια. Με πήγαινε σε ταβέρνες, κουτούκια, χλιδάτα εστιατόρια. Παντού. Δεν νομίζω να είχαμε αφήσει κάποιο μαγαζί παραπονεμένο. Ζωάρα μιλάμε. Ήμουν 20 ετών δηλαδή στα φόρτε μου. Ήμουν ευτυχισμένος γιατί πίστευα πως αυτό είναι το νόημα της ζωής. Έτσι βαφτίστηκα original party animal και μας ξέρανε παντού. Κλασικοί θαμώνες. 

Ένα βράδυ ήμασταν στο «Γκάζι». Γιορτή της γυναίκας. Βανδή, Μαζωνάκης, Λιβιεράτος, Λεμπέσης. Τραπέζι ούτε για δείγμα. Κάτι έχωσε στη χούφτα του πορτιέρη και σε χρόνο μηδέν βρέθηκε τραπέζι για μας. Η νύχτα κυλούσε ευχάριστα όπως όλες οι νύχτες. Εκείνη πάνω στο τραπέζι, εγώ από κάτω να ακούω όλες τις επιτυχίες εκείνης της εποχής. Για μια στιγμή σταμάτησαν τα πάντα. Καθώς πλησίαζα το ποτήρι με το ουίσκι στα χείλη μου, με αρπάζει απ’ τον καρπό και μου λέει: - Σε έσωσα από σίγουρο θάνατο! Μέσα στο ποτήρι μου, δεν είχε πέσει απλά η στάχτη απ’ το τσιγάρο, αλλά και η γόπα μαζί! Αυτή η εικόνα υπάρχει όλα αυτά τα χρόνια καρφωμένη μέσα μου. Μετά από λίγες εβδομάδες κλείστηκε σε μοναστήρι…

Σπούδασα σε δραματική σχολή. Δούλευα σε καφετέριες και μπαρ για να μη χαλάσω τη παράδοση. Τη μέρα ήταν όλα ok. Έβλεπα τα πράγματα καθαρά και ξάστερα. Η νύχτα το μεγαλύτερο σχολείο. Η μητέρα μου ισχυρίζεται τη λαϊκή, γιατί την έζησε 20 ολόκληρα χρόνια, για να μη μας λείψει τίποτα. Εγώ, λόγω εμπειρίας, επιμένω ότι τη νύχτα βλέπεις τα πάντα κι ας κυριαρχεί το απόλυτο σκοτάδι. Μπορεί να έπαιζα στο θέατρο αλλά δούλευα νύχτα. Πάντα νύχτα γιατί οι κοπέλες θέλανε τις πρωινές βάρδιες κι εγώ για να μη χάσω τη δουλειά μου τουμπεκί ψιλοκομμένο. Οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια μου δημιουργήθηκαν μέχρι να πεις «Βερόπουλος»…

Τα χρόνια όμως περνούσαν. Αντί να έχω εχθρό μου το ποτό, γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Μέγα λάθος, αλλά τα λάθη είναι για τους ανθρώπους. Έφαγα τα μούτρα μου. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Ξανασηκώθηκα. Μπράβο μου. Δεν πίστευα ότι είμαι τόσο δυνατός. Είπα τέρμα, δεν πάει άλλο. Το είπα αλλά δεν το πίστεψα. Μάγκας είμαι αλλά σε άλλα πράγματα. Στο να γράφω με τις ώρες, να ζωγραφίζω όποτε έχω έμπνευση, να πηγαίνω πέντε φορές την εβδομάδα θέατρο και να βγάζω βιβλία…

Με το ποτό υπάρχει πρόβλημα και μάλιστα μεγάλο. Δεν είναι ότι θα βγω και θα σταματήσω στο δεύτερο ή στο τρίτο. Είναι ότι κάθε φορά που βγαίνω, ανοίγω διάπλατα την πόρτα στην αυτοκαταστροφή μου κι εκείνη με κάνει ότι θέλει. Από τα 25 μέχρι τα 30 ήμουνα συνέχεια αγκαλιά με τη λεκάνη. Hangover κατάσταση 24/7! Το ότι κατέστρεφα τον οργανισμό μου δεν υπήρχε ούτε καν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Πολλοί από εσάς μπορείτε να με καταλάβετε…

Ευτυχώς πριν λίγες μέρες πήρα ένα μεγάλο μάθημα. Βγήκαμε «για ένα ποτό» τέσσερα άτομα και ήπιαμε δυο μπουκάλια βότκα! Αν κάνεις τη διαίρεση, σίγουρα δεν ήπιαμε από δυο ποτά ο καθένας. Βάλε τα ποτά που ήπιαμε πριν βγούμε απ’ το σπίτι, βάλε και τα σφηνάκια που μας κέρασαν και απόγινε το κακό. Στη συνέχεια η φίλη μου η Βαρβάρα είπε να με πάει με το αυτοκίνητο σπίτι και της είπα θα μείνω για λίγο ακόμα (πήγαινα γυρεύοντας)…
Η ώρα πέντε το πρωί κι εγώ πεζός να βαδίζω προς το σπίτι μου. Δεν έβλεπα ούτε τη μεγάλη μου μύτη, ούτε στο μισό μέτρο. Τύφλα! Στα μισά της διαδρομής τρώω μια σαβούρα όλη για πάρτη μου. Έπεσα με όλο μου το βάρος στο πεζοδρόμιο. Πως δεν χτύπησα το κεφάλι, Άγιο είχα. Όταν έφτασα στο σπίτι ήταν αδύνατο να βάλω το κλειδί στην εξώπορτα και φυσικά δεν γινόταν να ανέβω τα σκαλιά της πολυκατοικίας…

Την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο. Άσε τις μελανιές σε γόνατα κι αγκώνες. Ο θώρακας πονούσε πολύ. Δεν μπορούσα ούτε να πάρω ανάσα. Βγάλαμε ακτινογραφίες παντού. Δεν βρήκανε τίποτα. Με πλακώσανε στα παυσίπονα οι άνθρωποι ας είναι όλοι τους καλά. Έμεινα μέσα μόνο 24 ώρες για παρακολούθηση… 

Στο Κρατικό της Νίκαιας όλοι οι γιατροί καθώς επίσης και το νοσηλευτικό προσωπικό κάνουνε τα αδύνατα δυνατά για να λειτουργούν τα πάντα ρολόι. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά. Ο Θεός να σας δίνει δύναμη και να έχει καλά εσάς και τις οικογένειές σας.

Με λένε Κωνσταντίνο και είμαι καλά!

Υ.Γ Αν θέλεις να πεις κι εσύ τη δική σου ιστορία αλλά φοβάσαι «τι θα πει ο κόσμος» στείλ’ τη με ψευδώνυμο στο mail μου i-kostas@hotmail.com      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου