Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Το σχισμένο παντελόνι…

Ένα γυάλινο μπολ γεμάτο coco cops που κολυμπούν ευτυχισμένα σε παγωμένο γάλα. Αυτές είναι οι τύψεις μου. Νεύρα είχα πολλά και βαδίζοντας σαν υπνωτισμένος στη κουζίνα άνοιξα το ψυγείο διάπλατα κι έφαγα ότι βρήκα εκεί μέσα. Τώρα που μιλάμε είμαι καλύτερα. Όχι επειδή κατέβασα το καταπέτασμα κι άφησα τα δημητριακά για το τέλος αλλά επειδή μου ήρθε στο νου το ξενύχτι της Παρασκευής. Η παρέα μου; Φυσικά ο mr.M. ο ποιητής – καλό παιδί και από σπίτι – με τον οποίο όταν αποφασίσουμε να βγούμε έξω ξεχνάμε να μπούμε μέσα. Μα τι ευτυχία. Μπαίνω κατευθείαν στο ψητό. Δώσαμε ραντεβού έξω από το Vault στις 20:30. Το βρίσκω περιττό να σας πω τι είναι το Vault. Εκεί μας υποδέχτηκε η Δήμητρα μ’ ένα ζεστό χαμόγελο και ο Μάνος στο μπαρ και ο Μενέλας και ο Αντώνης… τους εκτιμώ βαθύτατα. Στον κάτω χώρο η ομαδική έκθεση του Μενέλα την οποία είχαμε τιμήσει άλλη μέρα. Χτυπήσαμε κάτι τσίπουρα και στη συνέχεια παρακολουθήσαμε τη «Καθαρίστρια του lifestyle» που έγραψε ο φίλος μου Αντώνης Τσιπιανίτης και πρωταγωνιστεί η Φανή Παλιούρα. Γελούσα με την ψυχή μου σαν μικρό παιδί. Ακόμα και τώρα γελάω που μου έρχονται ατάκες από το έργο. Μετά ήπιαμε κι άλλα τσίπουρα και μετά φύγαμε. Περιμέναμε στην Ιερά οδό τα άλλα καλά παιδιά (jamming funkers) για να συνεχίσουμε τη βραδιά μας. Στο ραντεβού τους Εγγλέζοι, επιβιβαστήκαμε και τα γέλια συνεχίστηκαν σε όλη τη διαδρομή, μας πιάσανε και τα τσίπουρα καταλαβαίνετε. Τα πειράγματά τους δεν είχαν τέλος αλλά εμένα προσωπικά δεν με χάλασαν καθόλου. Γελούσαμε και στη Βουλιαγμένης γιατί ναι μεν είχαμε φτάσει στον προορισμό μας αλλά δεν βρίσκαμε το μαγαζί το οποίο ήταν κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας. Τελικά παρκάραμε το αυτοκίνητο και περπατήσαμε. Λίγα μέτρα παρακάτω συναντήσαμε κάτι Ινδούς οι οποίοι μιλούσανε άπταιστα Ελληνικά και ξέρανε και το μαγαζί που ψάχναμε. Το Holywood live stage έτσι το λένε. Μαγαζάρα, έχω ξαναπάει. Είσαι άνετα. Δεν πνίγεσαι. Την πρώτη φορά είχαμε πάει με μετρό γι’ αυτό μπερδευτήκαμε. Η μνήμη μου δεν βοηθά και ειδικά μετά από τσίπουρα (αν αλλάξεις τον τόνο γίνεται τσιπούρα! Γαμώ;). Με το που μπήκαμε μας υποδέχτηκαν με αγκαλιές λες και μας περίμεναν ή μας ξέρανε χρόνια. Καλό αυτό. Είχε Κρητική βραδιά. Χαμός γινότανε. Σε αρκετά τραπέζια κάθονταν μαυροντυμένοι μουσάτοι. Όμορφοι άντρες, σωστοί λεβέντες. Οι ηλικίες πάνω κάτω ίδιες. Λίγο μετά αρχίσαμε να πίνουμε με τους κουβάδες, να βγάζουμε φωτογραφίες και να τις ποστάρουμε στον ρουφιάνο. Έτσι το λέω το φουμπου ρουφιάνο. Αυτή η ετικέτα του ταιριάζει ταμάμ. Και συνεχίζω: η βραδιά κυλούσε πολύ ωραία έως πάρα πολύ ωραία. Κάποια τραγούδια τα ήξερα κι εγώ. Ο επιχειρηματίας μας έστειλε κι άλλα ποτά και πίναμε και τραγουδούσαμε και ούτε που μας ένοιαζε τι ώρα είναι ή τι καιρό κάνει έξω. Εδώ κολλάει το: Δε πα να βρέχει… Αισθανόμασταν σαν έφηβοι σε πενταήμερη. Μετά φύγαμε από το Μπραχάμι με κατεύθυνση το Μετς. Μπήκαμε στο Half Note αλλά το πρόγραμμα είχε τελειώσει. Δεν πειράζει. Κι αυτό πολύ ωραίο μαγαζί. Τόσα χρόνια εκεί απορώ πως μου ξέφυγε. Μας κεράσανε κι εκεί ποτά. Στη συνέχεια χωριστήκαμε, στην Πειραιώς μας αφήσανε και αφού αποχαιρετιστήκαμε πάντα με γέλια, εγώ με τον mr.M. συνεχίσαμε τη βραδιά μας. Τον ρώτησα αν έχει πάει ποτέ στο Μόε. Μου είπε ότι το ακούει πρώτη φορά. Είναι δυνατόν; Κι έτσι σαν καλός ξεναγός είπα να του το δείξω. Τώρα το τι ακριβώς βρίσκω στο Μόε είναι μια άλλη ιστορία. Ίσως επειδή βαράει μόνο Ελληνικά; Ίσως αυτή η αίσθηση της παρακμής που μου πηγαίνει πολύ; Ίσως το γεγονός ότι τα αγόρια εκεί μέσα δεν είναι καβαλημένα σε ένα καλάμι αλλά χορεύουν τσίτσιδα πάνω στο μπαρ; Δεν ξέρω και δεν θα προβληματιστώ για κανέναν λόγο. Μπουκάραμε με την αυτοπεποίθηση σκαρφαλωμένη στα ύψη και αρχίσανε τα τέλια. Από το τσιφτετέλια καταλαβαίνεις. Χορό εγώ γέλια ο Ποιητής. Χαιρόμουν που τον έκανα να γελάει. Να τον τραβάω με το ζόρι να χορέψει και να γίνεται κόκκινος από ντροπή σαν μπατζάρι. Και να οι χοροί, και πιο πολλά γέλια, και δωσ’ του παραγγελιές στη dj κι επειδή με ξέρει αιώνες χατίρι να μη μου χαλάει και καπάκι, έτσι στα ξαφνικά, το μεγάλο ατύχημα. Πολλά πράγματα δεν θυμάμαι ή μάλλον τα θυμάμαι αλλά κουνημένα. Ο πιστός μου φίλος ο Γιάννης ο περπατητής ο celebrity την είχε κάνει τη δουλειά του. Πλησιάζω τον mr.M. σε απόσταση αναπνοής τάχα μου και καλά κάτι να του πω στο αυτί, και με ένα τσαλίμι τον αρπάζω από το παντελόνι, όχι στον καβάλο αλλά πιο πάνω, εκεί που τερματίζουν τα κουμπιά. Για κακή του τύχη ζώνη δεν φορούσε για να βγαίνει πιο εύκολα φαντάζομαι (α πα πα) και να έχω τα χέρια μου εκεί με όλη μου τη δύναμη. Να έχει λυθεί από τα γέλια και να τον κοιτάζω σοβαρά τύπου «γιατί γελάς δεν καταλαβαίνω που είναι το αστείο…» Μετά από λίγο αισθανθήκαμε και οι δυο το «χρατς» αδύνατον να το ακούσουμε εκεί μέσα. Εντάξει, δεν τον χάλασε, μεταξύ μας τώρα, το μποξεράκι του φάνηκε λίγο πολύ λίγο όσο πατάει η γάτα. Η ζημιά όμως είχε γίνει. Τα κουμπιά στη θέση τους ήτανε οι τρύπες πήγανε περίπατο. Μας ποιος είμαι τέλος πάντων; Πάει το παντελόνι. Και είναι το αγαπημένο του. Συνέχεια το φοράει. Ζήτησα συγγνώμη και φύγαμε. Όχι για ύπνο, ακόμα δεν είχε ξημερώσει, μπήκαμε στο Sodade κι εκεί συνάντησα γνωστούς και χάρηκαν που με είδαν πόσα χρόνια είχα να πατήσω το πόδι μου εκεί μέσα ούτε και θυμάμαι. Πίναμε και γελούσαμε, το παντελόνι μαύρο, τίποτα δεν φαινότανε και μετά πεινάσαμε και φάγαμε βρώμικο που απ’ τη θολούρα μας το βλέπαμε να γυαλίζει από καθαριότητα και κατά τις 6.30 με κατέβασε στο Μετρό και περίμενε ο φίλος μου μέχρι να μπω στον συρμό. Μην έχουμε κι άλλο ατύχημα, λιώμα ήμασταν καταλαβαίνεις. Την επόμενη μέρα και μ’ ένα κεφάλι καζάνι του έστειλα μήνυμα στο κινητό ότι τη Δευτέρα θα πάμε στα μαγαζιά να του αγοράσω καινούριο παντελόνι. Ένα ολόιδιο μαύρο σαν αυτό που του έσκισα στο ποιο ευαίσθητο σημείο. Μια μέρα μετά ο mr.M. έκανε την εμφάνισή του στο inbox μου στον ρουφιάνο. Κάτι πολύ προσωπικό μου έγραψε και στη συνέχεια με παρακάλεσε να γράψω την ιστορία για το σχισμένο παντελόνι. Εγώ χατίρια δεν χαλάω. Ειδικά σε αυτούς που αγαπώ.-   



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου