Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΕΡΧΕΤΑΙ...

ΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΣ, ΔΗΛΑΔΗ!

Με τούτα και εκείνα αποδιοργανώθηκα ο δόλιος. Λίγο η βροχή, λίγο το κλάμα, λίγο οι αναμνήσεις που πλάκωσαν όλες μαζί κομματάκι απρόσκλητες; Θα το πω πολύ λαϊκά: με έπιασα στα πράσα! Κανονικά, λέμε τώρα, για να προλογίσω, πρέπει να ξέρω ακριβώς τι θέλω να πω. Ή καλύτερα, τι θα ήθελα να πω. Δυσκολεύομαι όσο να’ ναι, το μούλικο φταίει σίγουρα, δε χωράει αμφιβολία κι ακόμα στέκομαι στη γραμμή εκκίνησης. Αυτήν την κόκκινη γραμμή, που λέει και το τραγούδι.  Έχω να διασχίσω μόνος κι έρημος αμέτρητα χιλιόμετρα, ξυπόλυτος και ζαλισμένος, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, για να περιγράψω με λέξεις και με όσο το δυνατόν πιο απλά λόγια γίνεται, τα βιώματα αυτής της γυναίκας. Κανείς δεν φταίει που γεννήθηκα ολίγον τι γκάου και προβληματικός.

Ναι. Για γυναίκα πρόκειται. Αλλά όχι από τις συνηθισμένες! Που πάνε στο σχολείο, παίρνουνε κι ένα χαρτί, έτσι για να βρίσκεται και στη συνέχεια μπαίνουν στην αρένα, για να βρουν το τέλειο αρσενικό. Τον ιδανικό σύζυγο και μελλοντικό πατέρα των παιδιών τους. Το γνωστό πακέτο: τι αμάξι οδηγεί (ο γκόμενος), πόσο φουσκωμένο είναι το πορτοφόλι και σε τι ακριβώς κάνει καριέρα (ο υποψήφιος σύζυγος)! Σε ποια προάστια θα βρίσκεται το καινούργιο τους σπίτι, σε ποια νησιά θα κάνουν διακοπές και πόσες γυναίκες θα καθαρίζουνε το ολοκαίνουριο οροφοδιαμέρισμα, το οποίο επιβάλλεται να είναι πάνω από 120 τετραγωνικά. Λουσάτος γάμος, να τον συζητάνε όλοι, πεντάστερα, εγκυμοσύνη, βαφτίσια, τραπέζια, πλούσιοι φίλοι, κτλ, κτλ.

Αυτή η γυναίκα… μιλάμε για την εξαίρεση στον κανόνα! Από όλες τις απόψεις. Θα την ονόμαζα «Ηρωίδα Συλλεκτικής Αξίας». Σπάνια περίπτωση δηλαδή. Και μόνο που φέρνω την εικόνα της στο μυαλό μου, ανατριχιάζω ολόκληρος! Είναι μια κατηγορία από μόνη της. Και λέω μόνη της, γιατί αμφιβάλλω αν υπάρχουν κι άλλες σαν κι αυτήν. Αποκλείεται, γιατί το έψαξα καλά το πράγμα, κόβω το κεφάλι μου.

Της είμαι ευγνώμων, γιατί μου έμαθε πολλά. Όχι, δεν εννοώ ότι είχαμε μπροστά μας μαυροπίνακα, ούτε μου έβαζε ασκήσεις για το σπίτι, ούτε τεστ για δείκτη νοημοσύνης. Αυτή, να’ ναι καλά εκεί που βρίσκεται, μιλούσε ακατάπαυστα. Είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Πιο πολύ κι από εμένα! Με την πρώτη ματιά, πίστεψα πως ήταν μόνο μία ιστορία βγαλμένη απ’ τη φαντασία της και τίποτα περισσότερο. Πόσο έξω έπεσα! Είχε να πει πολλά. Πάρα πολλά. Τόσα πολλά, που μέχρι πρόσφατα αμφέβαλλα αν θα χωράγανε σε ένα και μόνο βιβλίο.

Ο τρόπος που αφηγούταν τις ιστορίες, χωρίς ανάσα, πάντα η μία πίσω απ’ την άλλη, συναρπαστικός. Τί λέω; Ανεπανάληπτος! Αν κάτι μου ξέφευγε, είχε το χάρισμα ή το ταλέντο, όπως θέλει το παίρνει κανείς, να το επαναλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο. Κάθε φορά και πιο ξεχωριστός. Επίτηδες, για να το εμπεδώσω καλύτερα, φαντάζομαι.
Το ένα και μοναδικό βέβαια, που δεν το έχω συναντήσει σε κανέναν άνθρωπο μέχρι σήμερα, είναι ότι οι ιστορίες της δεν είχαν τέλος. Μερικές ασυνάρτητες και άλλες πιο μπερδεμένες, για να έχουν ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον. Έψαχνα εναγωνίως την αρχή, τη μέση και το απύθμενο τέλος. Μάταια. Τα λόγια της, ένα περίπλοκο κουβάρι, που όσο αγχολυτικό και να ακούγεται να βρεις την άκρη του, τόσο η περιέργεια μεγαλώνει. Και καλά κάνει και μεγαλώνει, γιατί αλλιώς θα καταντούσε βαρετό.
   
Οι ιστορίες, λένε οι πιο παλιοί, βγαίνουν από τη ζωή. Η καλή μου η δασκάλα, έλεγε πάντα ότι κάθε άνθρωπος έχει να πει και μια ιστορία. Εγώ πιστεύω πως όταν τις ακούς (με ή χωρίς ενδιαφέρον) χαμογελάς, ή κλαίς, ή σου πέφτει το σαγόνι. Καμιά φορά και τα μαλλιά της κεφαλής σου! Αυτές εδώ, ανήκουν στην τελευταία κατηγορία. Ή στην «θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί τώρα!». Σκεφτόμουν: « Μα δεν μπορεί να τα έκανε όλα αυτά»! Και όμως, τα κατάφερε η αθεόφοβη και χωρίς βοήθεια.

Ειλικρινά, παρ’ ότι είμαι ακουστικός τύπος και ψοφάω για περιπέτειες, έφτασα πολλές φορές στο σημείο να κλείσω τα αυτιά μου, για να μην ακούσω άλλο. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη συνέχιζε ακάθεκτη. Σαν να μην τρέχει κάστανο. Σαν να μου έλεγε τη συνταγή για το μουσακά ή τα κάλαντα ή δεν ξέρω κι εγώ τι! Τόσο απλά. Και δεν ήταν μόνο αυτό, αλλά ο ενθουσιασμός της, όσο περνούσαν οι ώρες, ολοένα και φούντωνε. Τα μάτια της γυάλιζαν και η φωνή της άλλαζε χρώματα συνεχώς. Το γέλιο της, αυτό κι αν μου έχει μείνει αξέχαστο, μου έκοβε την ανάσα. Μετά πώς να κλείσω μάτι; Εφιάλτης μου είχε γίνει! Πάλι καλά που είχα μερικά Tavor στο πορτοφόλι. Αυτά με σώσανε.

Μα την Παναγία, ήθελα να τη χαστουκίσω. Να πάρω μια τανάλια και να τις ξεριζώσω τα δόντια ένα ένα. Να τη σφάξω μ’ ένα χασαπομάχαιρο και να την κάνω χίλια κομμάτια. Να την αρπάξω απ’ τα μαλλιά και να την βαράω στο πάτωμα, μέχρι να πει «ήμαρτον». Δεν το έκανα όμως, γιατί, πρώτον, δε μου το επιτρέπει η διαγωγή μου και δεύτερον και πιο σημαντικό, είναι η ηρωίδα μου. Ποτέ δεν χτυπάς ηρωίδα και μάλιστα γένους θηλυκού. Μπορεί να εξαφανιστεί μια για πάντα και να μείνεις με το πληκτρολόγιο στο χέρι ή να σε παρατήσει στα κρύα του λουτρού και να ψάχνεσαι για μια ζωή (πράγμα που δε με συμφέρει καθόλου μα καθόλου).

Ναι, πράγματι είναι γεγονός, έκανε αμέτρητους φόνους, αλλά για ελάχιστους από αυτούς μπορείς να την κατηγορήσεις. Φυσικά και δεν παίρνω το μέρος της. Αλλά να… ας πούμε, ότι δεν ήξερε η δόλια. Δεν το έκανε επίτηδες. Δεν ήξερε τι της γινόταν! Δε φανταζόταν τις συνέπειες. Δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει αναλόγως της στιγμής… Δεν…δεν…δεν…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου