Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ ΓΚΡΙΝΙΑΡΑ

Ξημερώνει καύσωνας. Προσπαθώ να κοιμηθώ. Μάταια. Προσπαθώ έστω να συγκεντρωθώ στο γραπτό μου, ούτε αυτό γίνεται. Η γκρίνια της, ενοχλητική όσο οτιδήποτε άλλο πάνω στον πλανήτη, αντηχεί ακόμα στα πελώρια αυτιά μου σε Dolby Digital και το ξέφρενο όργιο των κουνουπιών δεν βοηθάει. Άλλαξα νησί, Ικαρία – Σύρος, κι αυτή εκεί. Εφιάλτης μου έχει γίνει. Αυτό που φοβόμουν, αυτό έγινε. Το κέρατό μου μέσα! Τώρα θα σου εξηγήσω το drama story των διακοπών μου.

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα καθόλου γραφικό ορεινό χωριό της Ελλάδας, αλλιώτικο από τ’ άλλα, μικρό και θεοσκότεινο, όπου ο ήλιος δεν εμφανιζόταν, ούτε λουλούδια υπήρχαν, γεννήθηκε ένα καθόλου συμπαθητικό κοριτσάκι. Ευτυχώς για εκείνη και δυστυχώς για το χωριό και όλη την ανθρωπότητα βγήκε solo, μοναχοπαίδι δηλαδή. Οι άτυχοι γονείς της σε σύντομο χρονικό διάστημα (δεν είχε μάθει καν να περπατάει) κατάλαβαν το μέγα λάθος που είχαν κάνει και αποφάσισαν να μη το επαναλάβουν.

Το εντελώς γκάου κοριτσάκι έγινε ένα καθώς πρέπει κακομαθημένο παιδί το οποίο ήταν και είναι και θα παραμείνει γεμάτο ελαττώματα: δεν είχε τρόπους καλής συμπεριφοράς, χρησιμοποιούσε κακές λέξεις, αντιμιλούσε στους μεγαλύτερους, οι λέξεις «σεβασμός» και «πειθαρχεία» της ήταν εντελώς άγνωστες, τα ήθελε όλα δικά του, έκλαιγε με το παραμικρό, έκανε τα πάντα για να περάσει το δικό της και όταν δεν τα κατάφερνε άρχιζε τη γκρίνια. Η αγαπημένη της ατάκα; - Αμάν ρε μαμάαααααααααααα!!!! Γι’ αυτό και θα τη βαφτίσω «Γκρινιάρα». Της ταιριάζει ταμάμ. Βρίσκεις;

Εμφανισιακά δεν έλεγε απολύτως τίποτα. Περνούσε εντελώς απαρατήρητη. Είχε κι αυτόν τον σκατοχαρακτήρα και γινόταν από κακή χειρότερη. Ήταν στρουμπουλή σαν μπόγος, κοντή/τάπα, πέντε βαθμούς μυωπίας, δόντια θεόστραβα, τα μαύρα της τα χάλια είχε. Βιβλία δεν διάβαζε. Τα άπειρα παιχνίδια της με το παραμικρό τα βαριόταν. Αγαπημένο της σήριαλ; Μαρία η Άσχημη. Η πλήρης ταύτιση.

Στη γειτονιά φυσικά δεν είχε φίλους και στο σχολείο οι συμμαθητές δεν την παίζανε στα διαλλείματα. Πήγαινε στα γύρω χωριά και τα παιδάκια τρόμαζαν και βάζανε τα κλάματα και τρέχανε να κρυφτούν στα σπίτια τους. Αντί όμως η γκρινιάρα να προβληματιστεί με την πάρτη της και να δει τι πάει στραβά, χρόνο με το χρόνο γινόταν ακόμα πιο αντιπαθητική και ακόμα πιο γκρινιάρα. Τις τάξεις του σχολείου δεν τις περνούσε επειδή ήτανε καλή μαθήτρια αλλά επειδή οι δάσκαλοι και οι καθηγητές ήθελαν να την ξεφορτωθούν. Και το κατάφεραν με μεγάλη επιτυχία.

Τα χρόνια πέρασαν, οι μήνες πέρασαν κι αυτοί με τη σειρά τους και φτάνουμε στο μοιραίο καλοκαίρι. Αυτό το καλοκαίρι, του 15. Σε αυτές τις διακοπές που από καιρό περίμενα για να ξεκουραστώ και να χαλαρώσω στη μαγική Ικαρία. Αμ δε!  

Δυστυχώς ταξιδέψαμε μαζί από τον Πειραιά μέχρι την Ικαρία. Στο ίδιο καράβι εννοείται. Στο ίδιο κατάστρωμα. Δίπλα δίπλα. Η «Γκαντεμιά» και η «Γκρίνια» από Γάμα Κάπα ξεκινάνε! Τυχαίο; Δεν νομίζω! Προσπάθησα να αλλάξω θέση αλλά είχε μποφόρ και έξω δεν μπορούσες να βγεις. Εκείνης της φταίγανε όλα! Βρε μαμά το ένα, βρε μαμά το άλλο, δεν το έραβε με τίποτα το στοματάκι της. Γκρίνιαζε για τον αέρα, τους συνεπιβάτες, το τόστ, τον ίδιος της τον εαυτό τα πάντα μιλάμε! Έβαλα τα ακουστικά μου, στο τέρμα η μουσική, απέτυχα παταγωδώς. Είπα να μην την πνίξω κι έτσι βγήκα στο κατάστρωμα και έτρωγα το δυνατό αλατόνερο στη μάπα.

Φτάσαμε στο νησί. Επιτέλους. Ο Μενέλας με πήρε αγκαλιά κι εγώ παραλίγο να βάλω τα κλάματα. – Χάλια είσαι! μου είπε. - Άσε, γάμα τα του απάντησα. Αλλά εκείνες τις διακοπές δεν ήτανε γραφτό της μοίρας μου να τις ζήσω. Μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο και μπαίνουμε στο λόμπι βλέπω εκείνη την τρισάθλια και τους γονείς της και όλο το σόι της μαζί. – Που Θεέ μου να κρυφτώωωωωω!!! Φώναξα και με κοιτάξανε όλοι περίεργα και πρώτη αυτή. Με είχε βάλει στο μάτι η μάγισσα. Ο Μενέλας έτρεξε και μου έφερε ένα ποτήρι παγωμένο νερό γιατί μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Έτσι μου είπε μετά που συνήλθα.

Το επόμενο πρωί δεν ήταν μακριά. Στην βεράντα του ξενοδοχείου η χοντρή γκρινιάρα έδινε ρεσιτάλ γκρίνιας κι έπαιζε ανενόχλητη με την υπομονή όλων μας. Τα δημητριακά δεν της άρεσαν, ούτε οι μαρμελάδες, ούτε οι ομελέτες, ούτε τα αλλαντικά, ούτε το βούτυρο, ούτε τα φρούτα, τίποτα δεν της άρεσε. Τίποτα όμως. Τα νεύρα μας κουρέλια. Λες και το έκανε επίτηδες. Ξαφνικά η μάνα της πάει να σηκωθεί με το δίσκο και καταλάθος επίτηδες πέφτουν και σπάνε όλα πάνω της! Quelle Catastroph!!! Τότε άρχισε να ωρύεται και να ουρλιάζει κι εγώ να κοντεύω να πεθάνω απ’ τα γέλια. Καλά να πάθει, είπα από μέσα μου και την κοίταξα γεμάτος ευχαρίστηση.

Την επόμενη μέρα, αργά το απόγευμα, παράγγειλα ένα φραπεδάκι και είπα να βγω στη βεράντα να απολαύσω το ηλιοβασίλεμα. Εκείνη, στο σαλόνι με τους δικούς της, πάλι – μα τι πρωτότυπο – γκρίνιαζε. Έστησα αυτί για να μάθω τι ήταν αυτό το τραγικό που της είχε συμβεί και είχε αρχίσει πάλι να ψέλνει. Από τη μάνα της άκουσα ότι την τσίμπησε σφίγγα. Και ξανά εγώ να γελάω με την καρδιά μου.

Όχι, κακός άνθρωπος δεν είμαι. Αλλά κι αυτή πόσο χαζή είναι; Δεν μπορεί να καταλάβει ότι με τη γκρίνια της τα προκαλεί όλα αυτά; Την επόμενη μέρα τη βρήκε άλλο κακό. Στην παραλία που πήγανε για μπάνιο η θάλασσα είχε τσούχτρες και η ηρωίδα μου ήταν γεμάτη με μπαλώματα. Φυσικά και γκρίνιαζε για το κακό που τη βρήκε. Επίσης γκρίνιαζε επειδή δεν ήθελε να πάει στο Πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, επειδή το ίντερνετ σερνόταν, επειδή δεν είχε σήμα στο κινητό, επειδή στην πισίνα το μπαρ ήταν εκτός λειτουργίας.

Την επόμενη μέρα έπαθε κάτι πολύ χειρότερο. Περπατούσαν στο λιμάνι, ξωπίσω εγώ με το κινητό στο χέρι να λέω στη φίλη μου τη Ματίνα τα καθέκαστα. Εκείνη γκρίνιαζε επειδή δεν της παίρνανε άλλο παγωτό. Περπατούσε αλλά γκρίνιαζε και κοίταζε την οθόνη του κινητού της. Οι γονείς της της είπαν να κοιτάζει μπροστά της αλλά η χοντρή τους αγνοούσε επιδεκτικά και ξαφνικά συνέβη το απίστευτο. Κάπου παραπάτησε και τρώει μια γλίστρα και πέφτει μεσ’ τη θάλασσα! Αμάν ρε μαμάααααα ξανά και ξανά και να κλαίει κι εμείς να έχουμε πέσει κάτω απ’ τα γέλια και κανείς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει να βγει στη στεριά.

Το επόμενο πρωί μια γάτα ανέβηκε στο τραπέζι που έτρωγε και έπαθε υστερία. Στην προσπάθειά της να διώξει το γατί της όρμησε και μετά έγινε καπνός. Το πρόσωπό της γέμισε γρατζουνιές. Κι εκεί άρχισα να σκέφτομαι τι άλλο κακό μπορεί να πάθει. Λυπόμουν τους άμοιρους τους γονείς της που τους το έβγαλε απ’ τη μύτη. Λίγη ώρα αργότερα συναντηθήκαμε κάτω στην πισίνα. Πάλι γκρίνιαζε ασταμάτητα, δεν θυμάμαι για ποιο λόγο ακριβώς αλλά γκρίνιαζε. Είχε πασαλειφτεί ολόκληρη με αντηλιακά λάδια. Πάει να περπατήσει για να μπει στην πισίνα αλλά το μάρμαρο ήταν γλιστερό και ούπς!


Τη συνέχεια μπορείτε να τη φανταστείτε και μόνοι σας. Ευτυχώς την επόμενη μέρα πήρανε οικογενειακώς τον πούλο και ησύχασαν τα κεφάλια μας. Το μαρτύριο έλαβε τέλος. Στο καλό να πάει και να μη ξαναγυρίζει και αν μόλις τώρα διάβασε αυτήν την ιστορία να ξέρει ότι για το δικό της καλό την έγραψα (άσε που της δίνω και αξία). Και ζήσαμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα (αυτή σίγουρα χειρότερα).        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βιβλιοπρόταση | Ο καημός κάθε γυναίκας | Έρικα Γιονγκ | Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος

  Σειρά: Σύγχρονη Λογοτεχνία, 127 Τίτλος: Ο καημός κάθε γυναίκας Συγγραφέας: Έρικα Γιονγκ ISBN: 978-960-208-536-3 Σχήμα: 14 x 21 εκ....